εκσάρκωμα

εκσάρκωμα
το мед. нарост на коже

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "εκσάρκωμα" в других словарях:

  • εκσάρκωμα — το (Α ἐκσάρκωμα) 1. ιατρ. παθολογική σαρκώδης έκφυση τού δέρματος, εξάνθημα, απόστημα, υπερσάρκωμα 2. (για φυτά) εκβλάστωμα …   Dictionary of Greek

  • ἐκσαρκώματα — ἐκσάρκωμα make grow to flesh neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκσάρκωσις — ἐκσάρκωσις, η (Α) ιατρ. εκσάρκωμα, σχηματισμός εκσαρκώματος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»